Κηφίσιος

Κηφίσιος
Κηφίσιος, [dialect] Dor. [full] Κᾱφ-, (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κηφίσιος — masc nom sg Κηφίσιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφίσιος — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός. Το 399 π.Χ. δωροδοκήθηκε από τον Καλλία και μήνυσε τον ρήτορα Ανδοκίδη, με την κατηγορία πως συμμετείχε παράνομα στα Ελευσίνια μυστήρια. Επειδή η κατηγορία του δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων… …   Dictionary of Greek

  • Κηφίσιον — Κηφίσιος masc acc sg Κηφίσιος neut nom/voc/acc sg Κηφίσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίου — Κηφίσιος masc/neut gen sg Κηφίσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίῳ — Κηφίσιος masc/neut dat sg Κηφίσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίαν — Κηφισίᾱν , Κηφίσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”